ἐπίαναν

ἐπίαναν
ἐπί̱ᾱναν , πιαίνω
fatten
aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιχθυοφάγοι — Ονομασία αρχαίων, βάρβαρων λαών, που κατοικούσαν στα παράλια της Αραβίας, της Αιθιοπίας, του Ομάν και του Άντεν. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι τρέφονταν αποκλειστικά με ωμά ψάρια, τα οποία έπιαναν χωρίς δίχτυα ή άλλα σύνεργα, όταν… …   Dictionary of Greek

  • άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποίηση — Το έθιμο της αδελφοποιίας είναι πανάρχαιο. Αναφέρεται ότι το είχαν οι Λυδοί, οι Σκύθες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, αλλά και οι λαοί της Πολυνησίας και της Αφρικής. Στη νεότερη Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • πεδόβροχος — ὁ, Μ είδος βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεδ τής λ. πέζα (< *πεδja), δωρ. τ. για το πούς (βλ. λ. πούς, πέζα) + βρόχος] …   Dictionary of Greek

  • πεντέλιθα — και πεντάλιθα, τὰ, ή πεντέλιθοι, οἱ, Α 1. είδος παιδιάς που παιζότρν με πέντε λίθους, τα πεντόβολα 2. (με ειδική σημ.) είδος γυναικείου παιχνιδιού, τα οποία έριχναν προς τα πάνω πέντε λιθίδια, ψήφους ή αστραγάλους τους οποίους έπιαναν πάλι… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”